0 / 0
0% πέρασε
wiederbeleben

wiederbeleben
  • 1αναζωογονώ
  • 2διστακτικός
  • 3δέσμευω
  • 4κατοικία
  • 5πουλί
Έναρξη από την αρχή


Το ρήμα "wiederbeleben" μεταφράζεται ως "αναβιώνω", "αναζωογονώ" ή "επανενεργοποιώ". Προέρχεται από την ένωση των λέξεων "wieder" (ξανά) και "beleben" (ζωντανεύω).

Χρησιμοποιείται τόσο για βιολογικές όσο και για μεταφορικές αναζωογονήσεις:

  • Γερμανικά: "Die Ärzte konnten den Patienten wiederbeleben."
  • Ελληνικά: "Οι γιατροί κατάφεραν να αναζωογονήσουν τον ασθενή."

Συνώνυμα: "ανασταίνω" (λόγιο), "ανανεώνω" (για έργα). Προφορά: [ˈviːdɐˌbeːlbn̩]. Στην ιατρική, η "Wiederbelebung" είναι η "καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση".