Το ρήμα "wiederbeleben" μεταφράζεται ως "αναβιώνω", "αναζωογονώ" ή "επανενεργοποιώ". Προέρχεται από την ένωση των λέξεων "wieder" (ξανά) και "beleben" (ζωντανεύω).
Χρησιμοποιείται τόσο για βιολογικές όσο και για μεταφορικές αναζωογονήσεις:
Συνώνυμα: "ανασταίνω" (λόγιο), "ανανεώνω" (για έργα). Προφορά: [ˈviːdɐˌbeːlbn̩]. Στην ιατρική, η "Wiederbelebung" είναι η "καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση".