nativelib.net logo NativeLib el ΕΛΛΗΝΙΚΆ

消防 → Πυρόσβεση: Λεξικό

破坏酒吧
μπάρα καταστροφής
志愿消防队
εθελοντικό πυροσβεστικό τμήμα
受害者
θύμα
烟雾套头衫
άλτης καπνού
抽烟
καπνός
探照灯
φως αναζήτησης
降落伞
αλεξίπτωτο
氧气面罩
Μάσκα οξυγόνου
软管
μάνικα
钩梯车
φορτηγό με γάντζο και σκάλα
火焰
φλόγα
消防队员
πυροσβέστης
消防栓
πυροσβεστικό κρουνό
灭火器
πυροσβεστήρας
火灾逃生
έξοδος κινδύνου
消防局
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
消防队长
αρχηγός πυροσβεστικής
火灾报警箱
κουτί συναγερμού πυρκαγιάς
Φωτιά
纵火
εμπρησμός
救护车
ασθενοφόρο