NativeLib
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
Σχετικά με το έργο
Επαφές
Όροι χρήσης
Εμπιστευτικότητα
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
ΕΛΛΗΝΙΚΆ
▼
Κουκούτσια / Frutas de caroço - Λεξικό
ροδάκινο
pêssego
βερύκοκκο
damasco
κεράσι
cereja
δαμάσκηνο
ameixa
νεκταρίνι
nectarina
κλαδεύω
ameixa seca
κορόμηλο
ameixa
αγριοδαμασκηνιές
abrunhos
μιραμπέλ
mirabela
φρουτόπιτα
sapateiro
πέτρα
pedra
λάκκος
poço
σάρκα
carne
χυμώδης
suculento
γλυκός
doce
τάρτα
Tarte
συγκομιδή
colheita
εποχή
temporada
δενδρόκηπος
pomar
δέντρο
árvore
πικρός
amargo
ώριμος
maduro
φρέσκο
fresco
δρύπη
drupa
καρπός
fruta
κήπος
jardim
αμπέλι
vinhedo
δέρμα
pele
συγκομιδή
colhido
σπόρος
semente
κοκκινίζω
corar
εταιρεία
empresa
ποικιλία
variedade
κονσερβοποίηση
enlatamento
διατηρώ
preservar
μαρμελάδα
geléia
σιρόπι
xarope
επιδόρπιο
sobremesa
πρόχειρο φαγητό
lanche
ώριμο σε δέντρο
amadurecido na árvore
άνθηση
florescer
γονιμοποίηση
polinização
απόδοση παραγωγής
colheita
ποικιλία
cultivar
χωρίς κουκούτσι
sem caroço
ζάχαρη
açúcar
καλλιέργεια
agricultura
άνθος
florescer
αραίωση
desbaste
ευκαρπία
fecundidade