NativeLib
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
Σχετικά με το έργο
Επαφές
Όροι χρήσης
Εμπιστευτικότητα
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
ΕΛΛΗΝΙΚΆ
▼
Άνω μέρος σώματος / Parte superior do corpo - Λεξικό
ώμος
ombro
στήθος
peito
δικέφαλος
bíceps
τρικέφαλος
tríceps
δελτοειδής
deltóide
θωρακικός
peitoral
πλατύς
grande dorsal
παγίδα
armadilha
ωμοπλάτη
omoplata
κλείδα
clavícula
στέρνο
esterno
πήχης
antebraço
καρπός χεριού
pulso
αγκώνας
cotovelo
μυς
músculo
τένοντας
tendão
σύνδεσμος
ligamento
δικέφαλος μυς
bíceps
τρικέφαλος μύς
tríceps
θωρακικά
peitorais
κοιλιακούς
abdômen
πυρήνας
essencial
άνω μέρος της πλάτης
parte superior das costas
πιέσεις στήθους
supino
κάμψη
flexão
έλξη προς τα πάνω
flexão de braço
αλτήρα
haltere
μπάρα
barra
πιέσεις πάγκου
supino
lat pulldown
puxada alta
σειρά
linha
μπούκλα
enrolar
τύπος
imprensa
επέκταση
extensão
συστολή
contração
υπερτροφία
hipertrofia
δύναμη
força
αντοχή
resistência
επανάληψη
repetição
σειρά
definir
υπόλοιπο
descansar
μορφή
forma
στάση
postura
κάμψη
flexão
επέκταση
extensão
περιστροφή
rotação
δραστηριοποίηση
ativação
ισομετρική
isométrico
εκκεντρικός
excêntrico
ομόκεντρος
concêntrico