NativeLib
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
Σχετικά με το έργο
Επαφές
Όροι χρήσης
Εμπιστευτικότητα
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
ΕΛΛΗΝΙΚΆ
▼
Αναλυτική Χημεία / Química Analítica - Λεξικό
ογκομετρική ανάλυση
titulação
χρωματογραφία
cromatografia
φασματομετρία
espectrometria
διαμέτρηση
calibração
ανίχνευση
detecção
ποσοτικοποίηση
quantificação
αναλυόμενη ουσία
analito
πρότυπο
padrão
δείγμα
amostra
αντιδραστήριο
reagente
ακρίβεια
precisão
ακρίβεια
precisão
ενοργάνιση
instrumentação
θερμιδομετρία
calorimetria
ισορροπία
equilíbrio
εξαγωγή
extração
διήθηση
filtração
φασματομετρία μάζας
espectrometria de massa
απορρόφηση
absorbância
παρέμβαση
interferência
γραμμή βάσης
linha de base
διάλυση
diluição
χρωματογράφημα
cromatograma
ηλεκτρόδιο
eletrodo
ηλεκτροχημεία
eletroquímica
φθορισμός
fluorescência
βαρυμετρία
gravimetria
δείκτης
indicador
τυποποίηση
padronização
διαλυτικό μέσο
solvente
ακρίβεια
precisão
ευαισθησία
sensibilidade
εκλεκτικότητα
seletividade
νομιμοποίηση
validação
ογκομετρία
volumetria
μήκος κύματος
comprimento de onda
απορρόφηση
absorção
διαβαθμονόμηση
intercalibração
μήτρα
matriz
φασματοφωτομετρία
espectrofotometria
παράγωγο
derivatização
τιτλοδοτικό
titulante
χρωματογράφος
cromatógrafo
φίλτρο
filtro
ανταλλαγή ιόντων
troca iônica
κορυφή
pico
παράγοντας απόκρισης
fator de resposta
ψήφισμα
resolução
προετοιμασία δείγματος
preparação da amostra
τυπική καμπύλη
curva padrão