NativeLib
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
Σχετικά με το έργο
Επαφές
Όροι χρήσης
Εμπιστευτικότητα
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
ΕΛΛΗΝΙΚΆ
▼
Κατακρήμνιση / Precipitazione - Λεξικό
βροχή
piovere
χιόνι
nevicare
χαλάζι
salve
ψιλοβρέχει
pioggerella
χιονόνερο
nevischio
νεροποντή
acquazzone
ντους
docce
καταιγίδα
temporale
ομίχλη
nebbia
ομίχλη
nebbia
δροσιά
rugiada
υγρασία
umidità
κατακρήμνιση
precipitazione
μουσώνας
monsone
νεροποντή
nubifragio
παγωμένη βροχή
pioggia gelata
ξαφνική πλημμύρα
alluvione improvvisa
βροχόπτωση
piovosità
σταγόνες νερού
gocce d'acqua
υγρότητα
umidità
νεροποντή
temporale
καταιγίδα
tempesta
ίζημα
precipitato
καιρός
tempo atmosferico
ατμόσφαιρα
atmosfera
βαρόμετρο
barometro
κλίμα
clima
συμπύκνωση
condensazione
εξάτμιση
evaporazione
καιρικό μέτωπο
fronte meteorologico
σύννεφο καταιγίδας
nube temporalesca
αστραπή
fulmine
ομπρέλα
ombrello
παγωνιά
gelo
νιφάδα χιονιού
fiocco di neve
θερμοκρασία
temperatura
κλιματολογία
climatologia
μετεωρολογία
meteorologia
μετεωρολογικός σταθμός
stazione meteorologica
βροχόμετρο
pluviometro
χιονοθύελλα
tempesta di neve
χαλαζοθύελλα
grandinata
νεφοκάλυψη
copertura nuvolosa
πίεση αέρα
pressione dell'aria
πτώση θερμοκρασίας
calo di temperatura
λιακάδα
luce del sole
σύννεφο
nuvola
καταρρακτώδης βροχή
pioggia torrenziale
πολική δίνη
vortice polare
καιρικό μοτίβο
modello meteorologico