NativeLib
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
Σχετικά με το έργο
Επαφές
Όροι χρήσης
Εμπιστευτικότητα
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
ΕΛΛΗΝΙΚΆ
▼
Δάση / Foreste - Λεξικό
δέντρο
albero
φύλλο
foglia
δάσος
foresta
θόλος
baldacchino
φλοιός
abbaio
σκιά
ombra
υποκατάστημα
ramo
ρίζα
radice
άγρια ζωή
animali selvatici
οικολογία
ecologia
ενδιαίτημα
habitat
υπόγειο
sottobosco
πεύκο
pino
δρυς
quercia
κωνοφόρο
conifera
φτέρη
felce
βρύο
muschio
ξέφωτο
radura
ξέφωτο
radura
αειθαλής
sempreverde
φυλλοβόλος
deciduo
δασικό έδαφος
suolo della foresta
στρώμα θόλου
strato di baldacchino
σπορόφυτο
piantina
δενδρύλλιο
alberello
φωτοσύνθεση
fotosintesi
αποψίλωση των δασών
deforestazione
διατήρηση
conservazione
αναδάσωση
rimboschimento
βιοποικιλότητα
biodiversità
τροπικό δάσος
foresta pluviale
εγκρατής
temperato
τροπικός
tropicale
χαμόκλαδα
sottobosco
μύκητες
funghi
ξέφωτο
compensazione
μονοπάτι
sentiero
ακράτητο πύρ δυσκολώς σβήνων
incendio boschivo
ξύλευση
registrazione
θρεπτικός
nutriente
άνθρακας
carbonio
οικοσύστημα
ecosistema
βοσκή
foraggio
παγετώνας
ghiacciaio
λειχήνα
lichene
φωλιά
nido
υπονομεύω
linfa
λόχμη
boschetto
άγριος
selvaggio
σκιά
ombra