NativeLib
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
Σχετικά με το έργο
Επαφές
Όροι χρήσης
Εμπιστευτικότητα
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
ΕΛΛΗΝΙΚΆ
▼
Περιβαλλοντική Ορολογία / Terminologjia Mjedisore - Λεξικό
βιωσιμότητα
qëndrueshmëri
οικοσύστημα
ekosistem
βιοποικιλότητα
biodiversiteti
διατήρηση
ruajtja
ρύπανση
ndotje
αποψίλωση των δασών
shpyllëzim
ανακύκλωση
riciklim
ανανεώσιμος
i rinovueshëm
εκπομπές
emetimet
κλίμα
klimë
θερμοκήπιο
serë
άνθρακας
karbon
όζο
ozoni
ενδιαίτημα
habitat
απειλούμενος
i rrezikuar
οργανικός
organik
ηλιακός
diellor
άνεμος
erë
γεωθερμική
gjeotermale
κομποστοποίηση
kompostimi
συντηρώ
mbaj
πράσινος
jeshile
οικολογικές υπηρεσίες
ekoshërbime
βιοδιασπώμενο
biodegradueshëm
άγρια ζωή
kafshë të egra
οικολόγος
ambientalist
αποδασώνω
shpyllëzoj
ενέργεια
energji
τοξίνες
toksina
οικολόγος
ambientalist
κλιματική αλλαγή
ndryshimi i klimës
περιβάλλο
mjedis
περιβαλλοντολόγος
ambientalist
εξάλειψη
zhdukje
ορυκτά καύσιμα
karburant fosil
απώλεια οικοτόπων
humbje e habitatit
χωματερή
deponi
φυσικός πόρος
burim natyror
βιολογική γεωργία
bujqësi organike
ρύπος
ndotës
διατήρηση
ruajtje
αναδάσωση
ripyllëzim
πόρος
burim
βιώσιμα
në mënyrë të qëndrueshme
τοξικός
toksik
απόβλητα
mbeturina
ρύπανση των υδάτων
ndotja e ujit
μηδενικά απόβλητα
zerowaste
προστασία οικοτόπων
mbrojtja e habitatit
κλιματική δράση
veprim klimatik