NativeLib
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
Σχετικά με το έργο
Επαφές
Όροι χρήσης
Εμπιστευτικότητα
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
ΕΛΛΗΝΙΚΆ
▼
Meloni / Πεπόνια - Λεξικό
melone
πεπόνι
anguria
καρπούζι
Cantalupo
πεπονάκι
melata
μελίτωμα
scorza
φλούδα
seme
σπόρος
vite
άμπελος
dolce
γλυκός
succoso
χυμώδης
fresco
φρέσκο
fetta
φέτα
maturo
ώριμος
pallido
χλωμός
carne
σάρκα
estate
καλοκαίρι
raccolto
συγκομιδή
tropicale
τροπικός
frutta
καρπός
verde
πράσινος
arancia
πορτοκάλι
rosso
κόκκινος
senza semi
άσπορος
vigneto
αμπέλι
piantagione
φυτεία
nettare
νέκταρ
rinfrescante
δροσιστικός
dolcezza
γλύκα
gusto
γεύση
struttura
υφή
esotico
εξωτικός
serra
θερμοκήπιο
coltivare
καλλιεργώ
organico
οργανικός
vitamine
βιταμίνες
fibra
ίνα
idrato
ένυδρο
pianta
φυτό
piantina
σπορόφυτο
crescente
αυξανόμενος
fertilizzante
λίπασμα
impollinazione
γονιμοποίηση
frutteto
δενδρόκηπος
raccolto
καλλιέργεια
mercato
αγορά
venditore
πωλητής
prezzo
τιμή
stagione
εποχή
delizioso
υπέροχος
nutrizione
θρέψη
maturo
ώριμος